- συμφορητός
- συμ-φορητός, zusammengetragen; δεῖπνον, ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συμφορητός — brought together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητός — όν, θηλ. και ή, Α [συμφορῶ] 1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.) 2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν… … Dictionary of Greek
συμφορητά — συμφορητός brought together neut nom/voc/acc pl συμφορητά̱ , συμφορητός brought together fem nom/voc/acc dual συμφορητά̱ , συμφορητός brought together fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητόν — συμφορητός brought together masc acc sg συμφορητός brought together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητοί — συμφορητός brought together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητοῦ — συμφορητός brought together masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητούς — συμφορητός brought together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητῆς — συμφορητός brought together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητή — συμφορητός brought together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορητόν — συμφορητόν , συμφορητός brought together masc acc sg συμφορητόν , συμφορητός brought together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστίαση — (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων … Dictionary of Greek